Στη ταχέως εξελισσόμενη ψηφιακή εποχή το εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει μία αληθινή πρόκληση΄ τη διάθεση προς τους εκπαιδευόμενους μαθησιακών διαδρομών (learning pathways) οι οποίες:
- θα είναι συμπεριληπτικές, δηλαδή θα απευθύνονται σε όλους χωρίς αποκλεισμούς και
- θα ενισχύουν την ετοιμότητα και την ικανότητα των εκπαιδευομένων ώστε να αξιοποιούν πλήρως τις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την αποδοτικότητα και την καινοτομία (ψηφιακή ωριμότητα).
Αντίστοιχα, λοιπόν, τα θεσμικά όργανα και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στον τομέα της εκπαίδευσης καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σειρά ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής των προγραμμάτων σπουδών, της ικανότητας των εκπαιδευτικών ή της διάθεσης ψηφιακών υποδομών, όπως συνδεσιμότητα και λειτουργικές έξυπνες συσκευές. Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση του μοντέλου της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης θα ενθαρρύνει τους παρόχους κατάρτισης να προσαρμόζουν τις εκάστοτε τρέχουσες προσεγγίσεις στο πεδίο της διδασκαλίας και της μάθησης με απώτερο σκοπό τη διαρκή επαφή των εκπαιδευόμενων με τις αέναες τεχνολογικές εξελίξεις.
Εισαγωγή
Πολλά από τα πλαίσια που έχουν εφαρμοστεί ως τώρα, μπορούν να μας καθοδηγήσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης (McCarthy et al., 2023).
Το παρόν έγγραφο αναλύει τους κύριους τομείς (ή ακόμα και ζητήματα) του Ευρωπαϊκού Πλαισίου για την Ψηφιακή Ικανότητα των Εκπαιδευτικών Οργανισμών (Digitally Competent Educational Organisations – DigCompOrg) προκειμένου να διερευνήσει μερικά από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα (σχολεία ή πανεπιστήμια) και πάροχοι κατάρτισης ανεξαρτήτως της ηλικίας των εκπαιδευομένων.
Υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω Πλαίσιο απευθύνεται ξεκάθαρα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ως εκ τούτου, είναι πιο άμεσα εφαρμόσιμο, ιδίως σε σύγκριση με άλλα πλαίσια που τυχόν χρησιμοποιούνται στον ακαδημαϊκό χώρο και τη βιομηχανία. Έχει προσαρμοστεί στα ελληνικά από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου της Ελλάδος και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου με την άδεια του Κοινού Κέντρου Ερευνών της ΕΕ. Στο γράφημα 1 μπορείτε να δείτε τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν εκπαιδευτικό οργανισμό ως ψηφιακά ώριμο.
Ο ρόλος του οράματος, της ηγεσίας και της διακυβέρνησης στην εκπαίδευση
Προκλήσεις για τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού οικοσυστήματος, ψηφιακού και συμπεριληπτικής
Εάν το επιδιωκόμενο όραμα του Πλαισίου είναι η εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς (συμπεριληπτική), υποστηριζόμενη από τη χρήση της τεχνολογίας (ψηφιακή), τότε η πρώτη μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει είναι η ενσωμάτωσή του εν λόγω οράματος στο στρατηγικό σχεδιασμό του εκάστοτε εκπαιδευτικού οργανισμού με την ηγεσία να αναδεικνύεται ως παράγοντας ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της.
Παρόλο που, πολλοί επικεφαλής εκπαιδευτικών συστημάτων φαίνονται πρόθυμοι να υιοθετήσουν την ψηφιακή τεχνολογία χωρίς αποκλεισμούς, (Rui Bi, Robert Davison, Kosmas Smyrnios, 2019), ένα μεγάλο μέρος τους δεν διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες και γνώσεις για να το πράξει — είτε πρόκειται για τεχνικές είτε για στρατηγικές και διαχειριστικές (πχ καθοδήγηση στη διαχείριση αλλαγών για τη χάραξη στρατηγικής και επιχειρησιακού σχεδίου με σκοπό τη συνεργασία των ενδιαφερόμενων μερών για την επίτευξη του οράματος).
Εδώ διαφαίνεται μία σημαντική ευκαιρία τόσο για τους οργανισμούς κατάρτισης όσο και για τους ειδικούς που δραστηριοποιούνται στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, να υποστηρίξουν δηλαδή περισσότερο τους ηγέτες της εκπαίδευσης στην προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού, δημιουργώντας Επαγγελματικές Κοινότητες Μάθησης (Professional Communities), προάγοντας τη μεντορική καθοδήγηση (Mentoring) και προωθώντας την παραδοσιακή επαγγελματική ανάπτυξη (Professional Development). Η έρευνα δείχνει ότι οι ηγέτες που έχουν υιοθετήσει ένα περισσότερο μετασχηματιστικό, προορατικό στυλ ηγεσίας, προωθούν την υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών στα ιδρύματά τους με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, ενώ παράλληλα επιτυγχάνουν τη δημιουργία ενός πιο θετικού περιβάλλοντος για το προσωπικό και τους σπουδαστές (Antonopoulou et al., 2021·Khan et al., 2020·Hallinger, 2003).
Στην προσπάθεια της εκπλήρωσης του οράματος της ψηφιακής, συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, για πολλούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς η διαθεσιμότητα πόρων συνιστά τη δεύτερη πρόκληση. Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις συχνά προβλέπουν στους προϋπολογισμούς τους τη διάθεση κονδυλίων για την απόκτηση ψηφιακών συσκευών με σκοπό τη διάθεση τους προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, δεν προβλέπεται χρηματοδότηση στήριξης συμπληρωματικών πτυχών, όπως η κατάρτιση του προσωπικού ή η διάθεση εμπειρογνωμόνων με σκοπό να βοηθήσουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στη διαχείριση των εμφανιζόμενων αλλαγών. Για τον λόγο αυτόν, οι εθνικές και διεθνείς αρχές χρηματοδότησης πρέπει να εξετάσουν με περισσότερα διορατικό τρόπο το πώς θα καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση μίας ολιστικής ψηφιακής αλλαγής και όχι να χρηματοδοτούν τον αποσπασματικό εφοδιασμό δημιουργίας υποδομών. Επίσης, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα καλούνται να σκεφτούν δημιουργικά για το πώς θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν πολλαπλές πηγές χρηματοδότησης οι οποίες θα επιτύχουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους.
Ως τρίτη πρόκληση θεωρείται η αποδυνάμωση.Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα με πιο προοδευτικές ιδέες ενδέχεται να βρεθούν περιορισμένα από το γενικότερο εκπαιδευτικό σύστημα. Για παράδειγμα, αν και η διοίκηση ενός ιδρύματος επιθυμεί να ενισχύσει τη συνεργατική μάθηση υλοποιώντας έργα και αξιοποιώντας τις ψηφιακές τεχνολογίες, οι απαιτήσεις των εθνικών συστημάτων αξιολόγησης επιβάλλουν τη συνολική αξιολόγηση τους βασισμένη στις προαγωγικές εξετάσεις, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με αυτόν τον στόχο. Ένας πιθανός τρόπος αντιμετώπισής του, θα ήταν οι επικεφαλής της εκπαίδευσης, ηγέτες, να μελετήσουν παραδείγματα συστημάτων άλλων χωρών όπως αυτό της Φινλανδίας, κατά το οποίο τα εκπαιδευτικά ιδρύματα απολαμβάνουν μεγαλύτερη ελευθερία σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης των στόχων του προγράμματος σπουδών που εφαρμόζουν (Azorin &· Fullan, 2022).
Διδασκαλία και μάθηση: υφιστάμενη κατάσταση
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, η χρήση της τεχνολογίας στα σχολεία μετά την πανδημία COVID-19 εξακολουθεί να είναι υψηλότερη σε σύγκριση με την περίοδο πριν αυτής. Ταυτόχρονα, η χρήση της τεχνολογίας για την εκπαίδευση των μαθητών έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ η αξιοποίησή της από την πλευρά των εκπαιδευτικών έχει παραμείνει σταθερή (ΟΟΣΑ, 2019). Αυτό δείχνει ότι πλέον οι ψηφιακές τεχνολογίες εφαρμόζονται περισσότερο στη διοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στην επικοινωνία που αναπτύσσουν οι εκπαιδευτικοί μεταξύ τους και με τους γονείς. (ΟΟΣΑ, 2023· Van der Graaf et al, 2021). Παρά την αυξημένη διαθεσιμότητα των ψηφιακών συσκευών και την υψηλή συνδεσιμότητα στα σχολεία, μόνο το 30 % των μαθητών στην Ε.Ε. είναι κατά μέσο όρο εξοπλισμένοι με συσκευές σε αντίθεση με τη Βόρεια Αμερική που το ποσοστό αυτό προσεγγίζει το 100 % (Futuresource, 2023).
Ενδυνάμωση των πρακτικών διδασκαλίας και μάθησης: εναλλακτικές προσεγγίσεις
Επομένως, είναι σαφές ότι, παρόλο που έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, πολύ συχνά οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες δεν εφαρμόζονται κατά τη διδασκαλία και τη μάθηση. Ερευνητικές προσεγγίσεις όπως η SAMR («Substitution, Augmentation, Modification and Redefinition», Terada,2020), οποία απεικονίζεται στο σχήμα 2 κατωτέρω, και η TPACK («Τεχνολογική Παιδαγωγική Γνώση Περιεχομένου»TPACK.org,2012) χρειάζεται να επικοινωνηθούν και να εξηγηθούν καλύτερα στους εκπαιδευτικούς, ώστε να μπορούν οι τελευταίοι να κατανοήσουν καλύτερα τον ρόλο της τεχνολογίας στη διδασκαλία και τη μάθηση και τους τρόπους ενωμάτωσης της στο δικό τους παιδαγωγικό πλαίσιο.
Ειδικά το μοντέλο TPACK, προσδιορίζει τις γνώσεις που θα πρέπει να διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί προκειμένου να είναι σε θέση να ενσωματώσουν αποτελεσματικά τις ψηφιακές τεχνολογίες στις διδακτικές πρακτικές τους, αντικατοπτρίζοντας παράλληλα το πολυεπίπεδο και εξαιρετικά περίπλοκο πλαίσιο της ιδιότητας τους (Koehler, 2012).
Ως εκ τούτου, η περαιτέρω αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων για τη στήριξη του μετασχηματισμού της διδασκαλίας και της μάθησης αποτελεί βασική προσφερόμενη ευκαιρία. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι εκπαιδευτικοί οργανισμοί, ακόμα και κυβερνήσεις, εκμεταλλεύονται την (κυρίως δωρεάν) εκπαίδευση και υποστήριξη που παρέχει η βιομηχανία, τόσο για την αναδιαμόρφωση των ιδρυμάτων όσο και για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της παιδαγωγικής επιστήμης, κατά την αγορά ψηφιακών συσκευών (UNESCO, 2023). Η ακαδημαϊκή κοινότητα θα μπορούσε να επικεντρωθεί αφενός στην καταγραφή των επιτυχημένων νέων μορφών παιδαγωγικής που αξιοποιούν την τεχνολογία με τρόπους υψηλής παιδαγωγικής αξίας και αφετέρου στην κατανόηση των κριτηρίων και των παραγόντων που παράγουν θετικά μαθησιακά αποτελέσματα.
Πλήρης εικόνα της ψηφιακής ικανότητας χρησιμοποιώντας τα ψηφιακά εργαλεία
Μια ακόμη ευκαιρία που παρουσιάζεται είναι να διασφαλιστεί ότι η ηγεσία των σχολείων και των ιδρυμάτων επιζητά ενεργά τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους. Προκειμένου λοιπόν να κατανήσουν το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων τους οι εκπαιδευτικοί μπορούν να χρησιμοποιούν υφιστάμενα εργαλεία αυτοαξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως:
- SELFIE, που απευθύνεται αποκλειστικά στους εκπαιδευτικούς, προκειμένου να βοηθήσουν τα σχολεία «να αναγνωρίσουν την υφιστάμενη κατάστασής τους και να αναπτύξουν ένα σχέδιο δράσης προκειμένου να ενισχύσουν την ψηφιακή τους ικανότητα». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε προηγούμενη έρευνα του European Schoolnet (Ευρωπαϊκό Σχολικό Δίκτυο και Πανεπιστήμιο της Λιέγης, 2013) ένα υποστηρικτικό σχολικό περιβάλλον αποτελεί βασικό καταλύτη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της παιδαγωγικής επιστήμης.
- «Αξιολογήστε τις ψηφιακές σας δεξιότητες», που απευθύνεται σε ευρύ κοινό προκειμένου να εντοπίσει προσωπικούς τομείς που επιδέχονται βελτίωση. Πιο ειδικά, η χρήση του αναμένεται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των ικανοτήτων που διαθέτει το εργατικό δυναμικό και που απαιτούνται από τις επιχειρήσεις, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι ικανότητες των εκπαιδευτικών δεν υστερούν.
Τα υφιστάμενα εργαλεία δεν είναι εξαντλητικά. Αντίθετα, οι πάροχοι κατάρτισης μπορούν να αναπτύξουν και νέα τα οποία θα καθοδηγήσουν και θα υποστηρίξουν τους εκπαιδευτικούς διαχέοντας ταυτόχρονα τη γνώση στα σχολεία. Επίσης, θα ήταν χρήσιμη περαιτέρω ακαδημαϊκή έρευνα ώστε να εντοπιστεί και να τεκμηριωθεί ο τρόπος με τον οποίο τα ψηφιακά μετασχηματισμένα σχολεία επηρεάζουν την παιδαγωγική επιστήμη.
Επαγγελματική εξέλιξη
Προχωρώντας περαιτέρω με ένα ψηφιακό εργαλείο στο χέρι
Σχεδόν οι μισοί εκπαιδευτικοί στην Ευρώπη (40 %) που ερωτήθηκαν από τον ΟΟΣΑ το 2018 ανέφεραν ότι χρειάζονται περαιτέρω επαγγελματική ανάπτυξη (Professional Development) προκειμένου να μάθουν να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τη τεχνολογία στη σχολική αίθουσα. Σε αυτό συνηγόρησε και η πανδημία Covid-19 καθώς ανάγκασε πολλούς εκπαιδευτικούς να προσαρμοστούν γρήγορα στη χρήση διαδικτυακών τεχνολογιών κυριολεκτικά εν μία νυκτί, βελτιώνοντας έτσι το παραπάνω ποσοστό. Ωστόσο, απαιτείται μια πιο ενδελεχής και συνεπής προσέγγιση όσον αφορά την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών δεδομένου ότι στη μετά την Covid εποχή υποφέρουν επίσης από επαγγελματική εξουθένωση και υπερφόρτωση (Robinson et al., 2023). Μία τέτοια συνθήκη μπορεί να περιορίσει το ενδιαφέρον και την ικανότητά τους να συμμετάσχουν σε πρόσθετη επαγγελματική εξέλιξη η οποία συνήθως καταλήγει να αυξάνει τον φόρτο εργασίας τους. Παράληλα, υπάρχει, ένας γηράσκων πληθυσμός εκπαιδευτικών σε ολόκληρη την ΕΕ που ενδεχομένως να δείχνει ολοένα και περισσότερο απρόθυμος να υιοθετήσει τη τεχνολογία ή να αλλάξει την παιδαγωγική πρακτική του καθώς πλησιάζει προς τη συνταξιοδότηση.
Από την άλλη πλευρά, οι ηγέτες/ επικεφαλής των εκπαιδευτικών οργανισμών μπορούν να ενθαρρύνουν το δυναμικό τους να επιδιώξει την επαγγελματική του ανάπτυξη. Για παράδειγμα, με σκοπό την βελτίωση των μεθόδων παράδοσης των μαθημάτων, μπορούν να το προτρέψουν να παρακολουθήσει δωρεάν διαδικτυακά επιμορφωτικά προγράμματα στις ψηφιακές τεχνολογίες, διαθέσιμα είτε από τους εγχώριους παρόχους κατάρτισης είτε από εταιρείες τεχνολογίας πουλειτουργούν εκτεταμένες πλατφόρμες για τους σκοπούς αυτούς (π.χ. Apple Education Community, Microsoft Learn Educator Centre). Σε αυτήν την προσπάθεια μπορούν να συνδράμουν και τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και οι πάροχοι κατάρτισης μέσω πλατφορμών όπως το FutureLearn και το European Schoolnet Academy.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η χρήση του εργαλείου SELFIE στην ετήσια αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μπορεί να τους βοηθήσει να εντοπίσουν τα δυνατά και αδύνατα σημεία τους, δίνοντάς τους παράλληλα τη δυνατότητα να εξελιχθούν.
Επιπρόσθετα, η ενθάρρυνση της ανταλλαγής γνώσεων μεταξύ συναδέλφων εκπαιδευτικών είναι επίσης καθοριστικής σημασίας. Η έρευνα (Keiler et al., 2020) δείχνει ότι οι προσεγγίσεις καθοδήγησης (mentoring) και μάθησης από ομοτίμους (peer-learning) έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στην πρακτική των εκπαιδευτικών, ωφελώντας ιδίως τους νέους. Ο εξορθολογισμός της ανταλλαγής γνώσεων για την τόνωση ενός πιο παραγωγικού και ενημερωμένου περιβάλλοντος στην παιδαγωγική των ΤΠΕ μπορεί να αποδώσει καρπούς.
Περιεχόμενο, προγράμματα σπουδών και αξιολόγηση
Ο τομέας αυτός εξακολουθεί να αποτελεί τεράστια πρόκληση για πολλά εκπαιδευτικά συστήματα. Σε ολόκληρη την Ε.Ε., πολλά εκπαιδευτικά συστήματα έχουν ανεπαρκές ψηφιακό περιεχόμενο – ιδίως στις χώρες λιγότερο ανεπτυγμένες ή με γλώσσες που ομιλούνται λιγότερο από τον ευρωπαικό πληθυσμό. Ακόμη και στην περίπτωση που διαθέτουν ψηφιακό περιεχόμενο, συχνά δεν είναι επαρκώς καινοτόμο, καθώς συνήθως ψηφιοποιήθηκε η παραδοσιακή έκδοση του χωρίς παράλληλη ανάπτυξη ψηφιακής διαδραστικότητας. Παρά τη διαθεσιμότητα Ανοιχτών Εκπαιδευτικών Πόρων (OER) κυρίως αξιοποιούνται κυρίως στη τριτοβάθμια εκπαίδευση συγκριτικά με την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κενό στις μικρότερες ηλικίες και στα υπόλοιπα στάδια, ενώ δεν επιτυγχάνεται η ευθυγράμμιση με τους εθνικούς στόχους του ψηφιακού μετασχηματισμού της παιδείας.
Η δομή του προγράμματος σπουδών και του συστήματος αξιολόγησης αποτελεί ένα ακόμη εμπόδιο για την επίτευξη ενός ώριμου, ψηφιακού, συμπεριληπτικού εκπαιδευτικού συστήματος. Εξακολουθεί να υπάρχει συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ) έχουν ενσωματωθεί στο πρόγραμμα σπουδών ή απαιτεί η δημιουργία ενός αυτόνομου προγράμματος σπουδών ΤΠΕ — ή ίσως και τα δύο; Βέβαια, έχει παρατηρηθεί ότι όταν οι ΤΠΕ παρουσιάζονται στο πρόγραμμα σπουδών ως αυτόνομες, υπάρχει συχνά έλλειψη εξειδικευμένων εκπαιδευτικών ικανών να διδάξουν τη συγκεκριμένη θεματική. Πολλοί εμπειρογνώμονες αντιλαμβάνονται, επίση,ς τα μοντέλα αξιολόγησης ως εμπόδιο για την καλύτερη ενσωμάτωση της τεχνολογίας στη μάθηση: οι παραδοσιακές τελικές εξετάσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται χωρίς πρόσβαση στην τεχνολογία, αντιβαίνουν στη χρήση αυτής προς την υποστήριξη της συλλογής πληροφοριών, της ανάλυσης και της χρήσης τεχνολογικών εργαλείων κατά την εκπόνηση μίας φοιτητικής εργασίας (Haleem et all, 2022).
Ωστόσο, και σε αυτόν τον τομέα, αναδύονται πολλές ευκαιρίες που μπορούν να αξιοποιηθούν. Από την πλευρά των κυβερνήσεων, θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο αναπροσαρμογής του προϋπολογισμού για την αγορά περιεχομένου που θα καλύπτει τις ψηφιακές ανάγκες— για παράδειγμα στις Κάτω Χώρες διερευνάται ο επαναπροσδιορισμός της εθνικής χρηματοδότησης για την αγορά σχολικών βιβλίων ανά σπουδαστή προς όφελος της απόκτησης ψηφιακών εργαλείων. Στη συνέχεια, οι πάροχοι κατάρτισης θα μπορούσαν να παρέχουν επιπλέον κατάρτιση στους εκπαιδευτικούς προκειμένου να χρησιμοποιούν και να αναπτύσσουν καλύτερα τους δικούς τους Ανοιχτούς Εκπαιδευτικούς Πόρους στην τάξη. Ακολούθως, η ακαδημαϊκή κοινότητα από τη μία πλευρά θα μπορούσε να προωθήσει ένα θεματολόγιο για το ψηφιακό περιεχόμενο, με κατευθυντήριες γραμμές για την ένταξη, την προσβασιμότητα και τα παιδαγωγικά πρότυπα ποιότητας που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν στα εκπαιδευτικά συστήματα. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να αναπτύξει τεχνικές προσέγγισης για τον εντοπισμό και την αναπροσαρμογή του περιεχομένου σε νέες γλώσσες, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της παραγωγικής Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ως ζωτικής σημασίας χαρακτηρίζεται και η μεταρρύθμιση του προγράμματος σπουδών για τις ΤΠΕ. Το πλαίσιο DigComp της ΕΕ για τους πολίτες (Ferrari et al., 2013) , το οποίο βρίσκεται ήδη στην έκδοση 2.2, ορίζει τις γνώσεις, τις στάσεις και τις δεξιότητες που απαιτείται να έχει ένας πολίτης σε διάφορους τομείς ικανοτήτων ΤΠΕ ενώ παρέχει μια εξαιρετική βάση για την ανάπτυξη γενικών δεξιοτήτων σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα. Αναγνωρίζεται ευρέως ότι πρέπει τα ευρωπαϊκά προγράμματα σπουδών να εστιάσουν στην επιστήμη των υπολογιστών—και, ως εκ τούτου, να εξετάσουν και την ενσωμάτωση της γνώσης που παράγεται από τον ιδιωτικό τομέα και τις ΜΚΟ (όπως το code.org). Επιπρόσθετα, θα θα βοηθούσε η διεξαγωγή περισσότερης ακαδημαϊκής έρευνας σχετικά με τις καλύτερες παιδαγωγικές μεθόδους στις ΤΠΕ καθώς και για το πώς μπορούν να δημιουργηθούν περιεκτικές μαθησιακές εμπειρίες για αυτές, προσελκύνοντας έτσι περισσότερους μαθητές στις ΤΠΕ, ανεξάρτητως της χώρας που ζουν. Βέβαια, η Ε.Ε. έχει αναλάβει έως τώρα αρκετές πρωτοβουλίες υπάρχουν προς την παραπάνω κατεύθυνση με κυριότερες:
- το Σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ψηφιακή εκπαίδευση 2021-2027, καθώς η ποιοτική υπολογιστική εκπαίδευση αποτελεί βασικό στοιχείο στο πλαίσιο της προτεραιότητας «Ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό».
- το Θεματολόγιο δεξιοτήτων για την Ευρώπη που περιγράφει την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και τη διά βίου μάθηση για όλους στην Ευρώπη ως ουσιαστικό προνόμιο για την επιτυχία του.
Σε κάθε περίπτωση οι ανωτέρω προκλήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν καθώς σημειώνονται αρκετές ευκαιρίες υποστήριξης της εξέλιξη του περιεχομένου, του προγράμματος σπουδών και της αξιολόγησης. Οι κυβερνήσεις και οι ηγέτες εκπαιδευτικών οργανισμών μπορούν να κατευθύνουν τον προϋπολογισμό τους ειδικά στην ανάπτυξη ψηφιακού περιεχομένου, χρηματοδοτώντας είτε την διεξαγωγή προγραμμάτων κατάρτισης των εκπαιδευτικών για τη δημιουργία του είτε στην απόκτηση ήδη δημοσιευμένου. Επίσης, οι κυβερνήσεις μπορούν να ενθαρρύνουν πρωτοβουλίες δημιουργίας τοπικής γλώσσας και παραγωγής περιεχομένου ευθυγραμμισμένου με το πρόγραμμα σπουδών (Συμμόρφωση με τα Εκπαιδευτικά Πρότυπα- Αντιμετώπιση Μαθησιακών Αναγκών- Ενσωμάτωση Αξιολογήσεων- Έμφαση στον παιδαγωγικό Χαρακτήρα). Η μεταρρύθμιση των μοντέλων αξιολόγησης είναι εξίσου σημαντική, καθώς επιτρέπει όχι μόνο τον προσανατολισμό τους στα έργα αλλά και την αλλαγή της διαδικασίας των εξετάσεων εμπλουτίζοντας τες με περισσότερη πρόσβαση στο διαδίκτυο και στους ψηφιακούς πόρους.
Συνεργασία και δικτύωση εντός της εκπαιδευτικής κοινότητας
Επόμενη πρόκληση είναι η οικοδόμηση συνεργασίας και δικτύωσης μεταξύ των εκπαιδευτικών προκειμένου να βελτιώσουν την παιδαγωγική πρακτική τους με τη χρήση της τεχνολογίας. Δεδομένου ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει ήδη συχνά να αφιερώσουν πολλές ώρες στο σχεδιασμό και την αξιολόγηση των εργασιών που εκπονούν με τους μαθητές τους στην τάξη, πολλές φορές είτε η εύρεση του χρόνου συνεργασίας είναι απλά αδύνατη είτε απουσιάζει η κουλτούρα διαμοιρασμού απόψεων και συνεργασίας. Για τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία η συνεργασία με άλλους οργανισμούς δεν είναι πάντα εύκολη: η διαφορετική νοοτροπία, τα αυστηρά χρονοδιαγράμματα ακόμα και η εξειδικευμένη ορολογία μπορεί να αποτελέσουν φραγμό στις μεταξύ τους σχέσεις, ενώ η τυχόν διοικητική πολυπλοκότητα εμποδίζει την ανάπτυξη συνεργατικών δικτύων (π.χ. προσέλκυση προσκεκλημένων ομιλητών κατά τις επίσημες διαδικασίες, όπως οι έλεγχοι ιστορικού).
Ωστόσο, καταδεικνύεται ολοένα και πιο έντονα ότι η συνεργασία και η δικτύωση μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στις νέες τεχνολογικές προσεγγίσεις στα σχολεία.
Πιο ειδικά, οι κοινότητες διάχυσης καλών πρακτικών ή κοινών παιδαγωγικών έργων μπορούν να ενθαρρύνουν τη διαδικτυακή αλληλοεπίδραση με ομοτίμους μαθαίνοντας ο ένας από τον άλλον σε ένα περιβάλλον χωρίς αποκλεισμούς (Καμπύλης, Bocconi και Punie, 2012) και (Vuorikari 2015).Ένα αντίστοιχο παράδειγμα είναι οι πλατφόρμες όπως το eTwinning, κατά τις οποίες οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν σε φόρουμ για διάφορα θέματα ενδιαφέροντος, παρακολουθούν διαδικτυακά σεμινάρια κατάρτισης και δημιουργούν κοινά έργα με συνδετικό κρίκο τη τεχνολογία ακόμα και σε αίθουσες διδασκαλίας σε απομακρυσμένες τοποθεσίες. Θα ήταν λοιπόν ιδιαιτέρως χρήσιμο, οι ηγέτες να κινητοποιούν ενεργά τους εκπαιδευτικούς τους ώστε να συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα για τη βελτίωση της παιδαγωγικής των ΤΠΕ.
Εκτός από την ανταλλαγή γνώσεων που συντελείται εντός του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, σημειώνονται και άλλες ευρωπαϊκές προσπάθειες που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη νέων παιδαγωγικών μοντέλων σχετικών με την τεχνολογία, μέσα από τη συνεργασία και τη δικτύωση με εμπειρογνώμονες και συνεργάτες του κλάδου της βιομηχανίας. Για παράδειγμα, η εκστρατεία Scientix STEM Discovery Campaign (Scientix, 2023) συνέδεσε σχολεία με μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας όπως η Intel, η Cisco και η Lenovo για να προσφέρουν νέες μαθησιακές δραστηριότητες σχετικά με το θέμα. Η ετήσια εκστρατεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Προγραμματισμού του Οκτωβρίου προτείνει μια παρόμοια προσέγγιση που επικεντρώνεται ειδικότερα στην κωδικοποίηση και την επιστήμη των υπολογιστών. https://www.nationalcoalition.gov.gr/good-practice/eyropaiki-evdomada-programmatismoy-eu-c/.
Οι ψηφιακές υποδομέςως βασικά δομικά στοιχεία ενός ψηφιακού, συμπεριληπτικού εκπαιδευτικού συστήματος
Ωστόσο, όλες οι παραπάνω ευκαιρίες δεν θα μποροέσουν να αξιοποιηθούν εάν δεν αντιμετωπιστεί η θεμελιώδης πρόκληση δημιουργίας των απαιτούμενων ψηφιακών υποδομών. Στην Ευρώπη, η διαθεσιμότητα συσκευών 1:1 για μαθητές στα σχολεία εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο. Περίπου το 5% των παιδιών στην Ευρώπη στερούνται της πρόσβασης σε ψηφιακούς πόρους, πράγμα που σημαίνει ότι ζουν σε ένα νοικοκυριό που δεν μπορεί να αντέξει στην αγορά ενός υπολογιστή ή ζουν με ενήλικες που δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να παρέχουν οικιακή σύνδεση στο διαδίκτυο. Φυσικά, σημειώνονται πολλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών: στην Ισλανδία, το ποσοστό των παιδιών που στερούνται ψηφιακής πρόσβασης ανέρχεται μόνο στο 0,4 % ενώ στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία το ποσοστό υπερβαίνει το 20 % (Ayllón, 2023).
Ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμες συσκευές, τα σχολεία ενδεχομένως να υιοθετούν την προσέγγιση «Φέρτε τη δική σας συσκευή», με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός δύσκολου περιβάλλοντος για τους εκπαιδευτικούς, καθώς πρέπει να διαχειρίζονται πολλαπλά διαφορετικά λειτουργικά συστήματα σε μία τάξη. Επίσης, αναδύεται ένας σύνθετος κοινωνικός αποκλεισμός διότι οι λιγότερο εύποροι μαθητές θα έχουν συνήθως συσκευές κακής ποιότητας. Ενώ πολλά εκπαιδευτικά συστήματα προμήθευσαν τους μαθητές με υψηλό αριθμό συσκευών κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της νόσου COVID-19, πολλά από αυτά είναι κακής ποιότητας λόγω του χαμηλού κόστους τους και ήδη αποτυγχάνουν (Pew Research Centre, 2022). Δεν δόθηκε σχεδόν καμία έμφαση στην προμήθεια συσκευών καλής ποιότητας με μεγάλη διάρκεια ζωής ή στην ανακυκλωσιμότητα των συσκευών.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, η Ευρωπαϊκή Ένωση καταβάλλει προσπάθειες για την αντιμετώπιση του ελλείμματος υποδομών. Η χρηματοδότηση από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ σε πολλά κράτη μέλη κατευθύνθηκε στην παροχή νέων συσκευών και πρόσβασης στο διαδίκτυο για τα σχολεία. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ) της Γερμανίας περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση δανείων για εκπαιδευτικούς τόσο σε δημόσια όσο και σε ιδιωτικά σχολεία. Σύμφωνα με τα αντίστοιχα σχέδιά τους, η Ιταλία πρόκειται να επενδύσει σε συνδεσιμότητα υψηλής ταχύτητας για τα σχολεία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης που διατίθεται στην Ελλάδα για την περιοχή αυτή θα διατεθεί για την παροχή ψηφιακού εξοπλισμού για σχολεία, εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Η χρηματοδοτική στήριξη από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) στην Πολωνία προσανατολίστηκε προς τη δημιουργία σύνδεσης gigabit για τα σχολεία, τον εξοπλισμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με εργαστήρια υπολογιστών, την κατάρτιση εκπαιδευτικών και την ανάπτυξη ψηφιακού διδακτικού υλικού. Στην Ιταλία, η χρηματοδότηση από το ΕΤΠΑ και το ΕΚΤ διοχετεύεται κυρίως στην αγορά εξοπλισμού ΤΠ για σχολικά εργαστήρια υπολογιστών (Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ, 2023).
Ορισμένα σχολικά συστήματα στρέφονται επίσης στη χρήση μισθωμένων συσκευών, γεγονός που μειώνει την αρχική τιμή κτήσης και επιτρέπει την αντικατάστασή τους όταν απαξιωθούν τεχνολογικά ή αντιμετωπίσουν ελαττώματα. Οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων στις σκανδιναβικές χώρες αρχίζουν να εξετάζουν τη βιωσιμότητα ως μέρος της διαδικασίας προμηθειών τους και αυτή η προσέγγιση αξίζει μια πιο προσεκτική ματιά (και ίσως υιοθέτηση) στην Ευρώπη.
Συμπέρασμα
Η επίτευξη του στόχου της ψηφιακής, συμπεριληπτικής εκπαίδευσης αποτελεί αδιαμφησβήτητα μία πρόκληση. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο για την Ψηφιακή Ικανότητα των Εκπαιδευτικών Οργανισμών αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο αξιολόγησης της πολιτικής και της πρακτικής για την επίτευξη του. Μάλιστα, η χρήση αυτής της αξιολόγησης επιτρέπει στους φορείς λήψης αποφάσεων να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικότερα προσεγγίσεις που μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των ως άνω αναγνωρισμέων προκλήσεων και να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη της ψηφιακής διδασκαλίας και μάθησης στις χώρες και τα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα. Πολλές λύσεις έχουν ήδη δοκιμαστεί και υιοθετηθεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ η διασφάλιση της δέσμευσης για συνεχή διάλογο και έρευνα στον τομέα αυτό θα συμβάλει στη διάδοση βασικών πρακτικών σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Κατεβάστε αυτό το έγγραφο
Στον σύνδεσμο https://digital-skills-jobs.europa.eu/system/files/2024-01/Challenges%20and%20opportunities_DigitallyMatureEducation.pdf μπορείτε να κατεβάστε την Ψηφιακή Έκθεση για τις προκλήσεις ενός χωρίς αποκλεισμούς και ψηφιακά ώριμου τομέα εκπαίδευσης σε μορφή PDF και δείτε τις αναφορές της παρακάτω.
Σχετικά με την συγγραφέα
Τα τελευταία 20 χρόνια, η Alexa Joyce έχει συνεργαστεί με κυβερνήσεις σε περισσότερες από 100 χώρες σε όλο τον κόσμο στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Δραστηριοποιείται στην εκπαιδευτική τεχνολογία για περισσότερα από είκοσι χρόνια, με το ήμισυ της σταδιοδρομίας της σε μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας και το άλλο ήμισυ στον δημόσιο τομέα. Η Alexa έχει εργαστεί σε διάφορους κορυφαίους διεθνείς εκπαιδευτικούς οργανισμούς: European Schoolnet (το δίκτυο των 34 Υπουργείων Παιδείας στην Ευρώπη), UNESCO και ΟΟΣΑ. Έχει επίσης διατελέσει σύμβουλος σε πολυάριθμα διοικητικά συμβούλια, μεταξύ των οποίων το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τις Γυναίκες και την Τεχνολογία, το ALL Digital, ένα ευρωπαϊκό δίκτυο για την ψηφιακή ένταξη, το φυτώριο EDUCATE του University College London.
Αναδημοσίευση κειμένου: “Digitally mature, enabling & inclusive education: challenges & opportunities – a deep-dive”, Digital Skills & Jobs Platform, created by Alexa JOYCE.
Αναζητήστε στον ιστότοτοπο της Εθνικής Συμμαχίας πληροφορίες σχετικά με το:
Ευρωπαϊκό Πλαίσιο για την Ψηφιακή Ικανότητα των Εκπαιδευτικών Οργανισμών στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/ds-resource/european-framework-for-digitally-competent-educational-organisations-digcomporg-prosarmogi-sta-ellini/.
Εργαλείο αυτοαξιολόγησης SELFIE στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/ds-resource/ergaleio-aytoaxiologisis-selfie/.
Εργαλείο αυτοαξιολόγησης «Αξιολογήστε τις ψηφιακές σας δεξιότητες» στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/ds-resource/axiologise-tis-psifiakes-soy-dexiotit/.
Ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις ψηφιακές ικανότητες των πολιτών DigComp 2.2 στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/ds-resource/diathesimi-i-elliniki-ekdosi-toy-eyrop/.
Σχέδιο Δράσης της Ε.Ε. για την ψηφιακή εκπαίδευση στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/strategy/schedio-drasis-gia-tin-psifiaki-ekpaide/.
Ευρωπαϊκό Θεματολόγιο Δεξιοτήτων στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/strategy/eyropaiko-thematologio-dexiotiton-european-skills/.
Μάθημα MOOC «eTwinning & Εργαστήρια Δεξιοτήτων: Συνεργατικές Δράσεις για την Καλλιέργεια Γνώσεων, Δεξιοτήτων και Ικανοτήτων» στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/training-offer/mathima-mooc-etwinning-ergastiria-dexiotiton-s/.
Χρηματοδοτικό εργαλείο “Ελλάδα 2.0: Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας” στον σύνδεσμο https://www.nationalcoalition.gov.gr/funding-opportunity/to-ethniko-schedio-anakampsis-anthektiko/.
Αναδημοσίευση κειμένου: “Digitally mature, enabling & inclusive education: challenges & opportunities – a deep-dive”, Digital Skills & Jobs Platform, created by Alexa JOYCE